πτωχικός

πτωχικός
πτωχ-ικός, ή, όν,
A of or fit for a beggar, beggarly,

στολή E.Rh.503

, Lycurg.86;

ἐπιθυμίαι Pl.R.554c

; π. βακτήριον a beggar's staff, Ar. Ach.448; ὀνόματα π. fit for beggars, Luc.Hist.Conscr.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτωχικός, -ή, -ό — και φτωχικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε φτωχό. 2. το ουδ. ως ουσ., το πτωχικό σπίτι, κατάλυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτωχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχικός — ή, όν, Ν βλ. φτωχικός …   Dictionary of Greek

  • πτωχικά — πτωχικός of neut nom/voc/acc pl πτωχικά̱ , πτωχικός of fem nom/voc/acc dual πτωχικά̱ , πτωχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχικώτερον — πτωχικός of adverbial comp πτωχικός of masc acc comp sg πτωχικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχικῶν — πτωχικός of fem gen pl πτωχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχικόν — πτωχικός of masc acc sg πτωχικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχικοῖς — πτωχικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχικοῦ — πτωχικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχικῆς — πτωχικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχική — πτωχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”